περιστεροπώλης

περιστεροπώλης
περιστερο-πώλης, ου, ,
A pigeon-dealer, BGU1258.10 (ii. B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιστεροπώλης — ὁ, Α έμπορος περιστεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”